- ἀποπνίγομαι
- pass. задыхаюсь
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀποπνίγομαι — ἀποπνί̱γομαι , ἀποπνίγω choke pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαποπνίγω — ἐπαποπνίγω (Α) 1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι 2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» είθε να πνιγείς τρώγοντας) … Dictionary of Greek
συναποπνίγομαι — Μ [ἀποπνίγομαι] πνίγομαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
ՄՂՁԿԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0286 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c ձ. ἁποπνίγομαι suffocor, valde angor. Հեղձամղձուկ լինել. հեղձնուլ. խեղդիլ սրտի, կամ փղձկիլ մաղձիւ. նեղիլ եւ պղտորիլ սրտի դառնութեամբ. խեղդուիլ. ... *Հեղձնում եւ մղձկիմ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)